Κορωνέικη Τζάρα
Τζάρα, μια λέξη που συνδέει διαχρονικά τους λαούς της Μεσογείου, τη γαστρονομία, το εμπόριο και τον πολιτισμό τους. Αρχικά ήταν γνωστή η αραβική λέξη dgiarrah, το πιθάρι, η οποία έγινε jarra για τη στάμνα στην Ισπανία, για να γίνει κατόπιν giara για το πιθάρι στην Ιταλία, jarre για την κανάτα στη Γαλλία και jar για το δοχείο στην Αγγλία. Η τζάρα είναι ένα μεγάλο πήλινο πιθάρι, δηλαδή ένα στρογγυλό ή οβάλ δοχείο αποθήκευσης. Χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και διατήρηση του ελαιολάδου, του νερού και του κρασιού.
Στην Κορώνη κατασκευάζονταν οι περίφημες Κορωνέικες τζάρες ως το 1960, με την πανάρχαια τεχνική κατασκευής με τα χέρια, χωρίς τροχό. Έτσι συνεχίστηκε η αρχαία αγγειοπλαστική τέχνη της περιοχής, όπως δείχνουν οι δεκάδες πίθων στο κοντινό ανάκτορο του βασιλιά Νέστορα.
Διάσημες στην Ελλάδα και τη Μεσόγειο, οι τζάρες της Κορώνης αποθήκευαν, διατηρούσαν και διακινούσαν τα βασικά συστατικά της Μεσογειακής Διατροφής. Μέσα στις τζάρες, τα πιθάρια των λαών της Μεσογείου, διαφυλάχθηκαν τα μυστικά του γαστρονομικού τους πολιτισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Περιοχές Natura 2000
Ο Δήμος Πύλου-Νέστορος, στο νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννήσου, είναι μια περιοχή με πλούσιο φυσικό περιβάλλον και ενδιαφέρουσα πανίδα και χλωρίδα, στοιχεία που συνετέλεσαν στο να συμπεριληφθεί στο δίκτυο Natura 2000. Natura 2000 network.
Οι περιοχές Natura 2000 του Δήμου Πύλου-Νέστορος είναι οι εξής:
- Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) (σύμφωνα με την Οδηγία 92/43//ΕΚ), με την ονομασία «Νήσοι Σαπιέντζα και Σχίζα, Ακρωτήριο Ακρίτας», κωδικός GR 2550003, εκτάσεως 112.530 στρ. Η περιοχή περιλαμβάνει το ακρωτήριο Ακρίτας και τα γειτονικά νησιά Σχίζα και Σαπιέντζα, καθώς επίσης και τα νησιά Βενέτικο, Αγία Μαριανή, Αυγό κ.λπ. της ομάδας νησιών των Οινουσσών.
- Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) (σύμφωνα με την Οδηγία 92/43//ΕΚ), με την ονομασία «Θαλάσσια Περιοχή Στενού Μεθώνης» και κωδικό GR 2550007, συνολικού εμβαδού 9.730 στρ.
- Τόπος Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ) (σύμφωνα με την Οδηγία 92/43//ΕΚ), με την ονομασία «Λιμνοθάλασσα Πύλου (Διβάρι) και νήσος Σφακτηρία, Άγιος Δημήτριος» και κωδικό GR 2550004, συνολικού εμβαδού 35.480,6 στρ.
- Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) για την ορνιθοπανίδα (σύμφωνα με την Οδηγία 79/409/ΕΚ), με την ονομασία «Λιμνοθάλασσα Γιάλοβας και Νήσος Σφακτηρία» και κωδικό GR 2550008, συνολικού εμβαδού 9.980 στρ.
Σαπιέντζα
Η Σαπιέντζα βρίσκεται στ' ανοιχτά των νοτιοδυτικών ακτών της Μεσσηνίας, απέναντι από τη Μεθώνη και είναι ένα κατάφυτο νησί με σπάνια χλωρίδα. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Μεσσηνιακών Οινουσσών, ένα σύμπλεγμα νησιών, που περιλαμβάνει τρία μικρά νησιά (τη Σχίζα, τη Σαπιέντζα και την Αγία Μαρίνα). Το όνομά της είναι ιταλικής προέλευσης και σημαίνει «σοφία».
Και τα τρία νησιά είναι ενσωματωμένα στο Δίκτυο Natura 2000 αφού το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου βρίσκεται νοτιοδυτικά της Σαπιέντζας, γνωστό ως τάφρος ή φρέαρ των Οινουσσών, ή «ο Βυθός της Καλυψούς» (“Calypso Deep”) με βάθος 5.121 m.
βραχώδης. Η «Άμμος» είναι η μοναδική παραλία του νησιού , που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του, απέναντι από τη Μεθώνη. Στο κέντρο του βόρειου τμήματος της Σαπιέντζας στην κοιλάδα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στα μικρά βουνά, υπάρχει το μοναδικό δάσος κουμαριών στη Μεσόγειο. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι κουμαριές είναι δέντρα, με ύψος περίπου 10 μ. και η περιοχή έχει χαρακτηριστεί ως «μνημείο της φύσης» από το 1986.
Στο κέντρο του νησιού, βρίσκεται η Σπαρτόλακκα, μια περιοχή όπου η βλάστηση αντικαθίσταται από ένα οροπέδιο, με έναν ιδιόμορφο κιτρινοπορτοκαλί βράχο, ο οποίος σχηματίστηκε από τη συσσώρευση τεράστιων ποσοτήτων γύρης. Η Σπαρτόλακκα αποτελεί πηγή πληροφοριών για τους επιστήμονες σχετικά με την ηλικία του δάσους και την ευρύτερη περιοχή. Στο νησί ο επισκέπτης μπορεί, επίσης, να δει κρητικά αγριοκάτσικα (γνωστά ως Κρι Κρι), αγριοπρόβατα (μουφλόν), καθώς και πολλά είδη πτηνών (φασιανοί, αγριόπτεροι, μπεκάτσες, τσίχλες κ.λπ.).
Κοντά στο φυσικό λιμάνι του Πόρτο Λόνγκο στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού, υπάρχει ένας φάρος, που χτίστηκε το 1885 από Άγγλους. Το ύψος του πέτρινου πύργου είναι 8 μέτρα και το εστιακό του επίπεδο φθάνει τα 110 μέτρα.
Η Σαπιέντζα από την αρχαιότητα ήταν από τα σημαντικότερα εμπορικά και θαλάσσια κέντρα, γι' αυτό και υπήρξε μάρτυρας πολλών ναυαγίων. Δύο από αυτά, το αρχαίο ναυάγιο των Κιόνων από γρανίτη και οι Ρωμαϊκές Σαρκοφάγοι, έχουν μεγάλη σημασία για τους αρχαιολόγους. Γύρω στο 1920, ντόπιοι ψαράδες ανακάλυψαν αρχαιολογικά ευρήματα στον βυθό της θάλασσας κοντά στο βόρειο ακρωτήριο της Σαπιέντζας, σε βάθος 10 μέτρων. Πέντε χρόνια αργότερα, ο ιστοριοδίφης Διονύσιος Πόταρης, εντόπισε τα μάρμαρα που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από τη βόρεια ακτή και εξέφρασε την άποψη ότι πρόκειται για συντρίμμια πλοίου που μετέφερε αρχαιότητες. Η Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων προχώρησε σε συστηματική έρευνα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, το αγγείο αυτό πιθανότατα χρονολογείται στη Ρωμαϊκή περίοδο, αφού πολύ κοντά στους κίονες ανακαλύφθηκε ρωμαϊκός αμφορέας. Οι μελέτες των θραυσμάτων των κιόνων έδειξαν ότι οι κίονες ήταν μέρος ενός κτιρίου που περιείχε 16 κίονες από τη μεγάλη αυλή με κιονοστοιχίες, που χτίστηκε από τον βασιλιά Ηρώδη στην Καισάρεια της Παλαιστίνης τον πρώτο αιώνα μ.Χ.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού, ένα πολύ σημαντικό ναυάγιο εντοπίστηκε βόρεια του νησιού Σαπιέντζα, σχετικά κοντά στο ναυάγιο των Κιόνων. Το ναυάγιο βρίσκεται σε βάθος 15 μέτρων. Το φορτίο του περιέχει μια σειρά από πέτρινες σαρκοφάγους, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμάτων τους. Οι σαρκοφάγοι είναι άθικτες εκτός από μία, η οποία πιθανότατα καταστράφηκε όταν το πλοίο βυθίστηκε. Οι διαστάσεις των σαρκοφάγων είναι 2,20 x 0,80 μ. Οι σαρκοφάγοι φέρουν ανάγλυφα. Η διακόσμησή τους είναι απλή και περιέχει φυτικά μοτίβα, μπουκράνιο κ.λπ. Τα καλύμματα των σαρκοφάγων είναι καμπυλωτά με απλή, διαμορφωμένη στις άκρες διακόσμηση. Το ναυάγιο χρονολογείται στον 3ο αιώνα μ.Χ. Διεξήχθη συστηματική αρχαιολογική έρευνα από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στα τέλη του 1970 σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Παρόμοια ναυάγια σαρκοφάγων έχουν εντοπιστεί κοντά στο νησί της Σύρου και στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Άνδρου και της Τήνου.
Η Ανεκτίμητη Αξία του Μεσσηνιακού Ελαιώνα
Οι επιτραπέζιες ελιές και το ελαιόλαδο αποτελούσαν ανέκαθεν τα κατεξοχήν προϊόντα της Μεσσηνιακής γης. Η καλλιέργεια του ελαιόδεντρου, του ιερού δέντρου της Ελληνικής αρχαιότητας, ξεκίνησε την 3η χιλιετία π.Χ., κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού, ενώ εντατική και συστηματική καλλιέργεια της ελιάς παρουσιάζεται κατά τη Μυκηναϊκή εποχή (1680 – 1200 π.Χ.). Σημαντικά είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Ανάκτορο του Νέστορος, όπως οι πινακίδες της Γραμμικής Γραφής Β΄, που δίνουν πληροφορίες για την ελαιοκαλλιέργεια στη Μεσσηνία.
Αυτή η μακραίωνη παρουσία της ελιάς έχει σημαδέψει το τοπίο, αλλά και την καθημερινή, πνευματική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά, υλική (εργαλεία, τεχνικές, προϊόντα, κ.α.) και άυλη (τεχνογνωσία, προφορικές παραδόσεις, διατροφικές συνήθειες, κ.ά.). Επιπλέον, η κοινωνική σημασία της ελαιοκαλλιέργειας είναι μεγάλη, καθώς γύρω από αυτή δομείται ένα δίκτυο κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων, καθορίζοντας διαπροσωπικές σχέσεις, συσφίγγοντας κοινωνικούς δεσμούς και συγκροτώντας ιδιαίτερες πολιτισμικές ταυτότητες. Οι κατεξοχήν φορείς του πολιτισμού της ελιάς και του ελαιολάδου είναι οι παραγωγοί και οι καταναλωτές τους στον αγροτικό και αστικό ελληνικό χώρο, οι οποίοι διαφυλάσσουν και μεταβιβάζουν από γενιά σε γενιά τόσο πρακτικές και γνώσεις για την καλλιέργεια και τη συγκομιδή της όσο και διατροφικές συνήθειες.
Η ελαιοκαλλιέργεια στη Μεσσηνία σήμερα είναι σχεδόν μονοκαλλιέργεια με 14 εκατομμύρια ελαιόδεντρα και παραγωγή ελαιολάδου που φτάνει τους 55.000 τόνους. Οι ελαιώνες είναι σχετικά μικροί που κυμαίνονται από 2 έως 40 στρέμματα.
Η καλλιέργεια γίνεται με παραδοσιακό τρόπο, λόγος που εξηγεί το αρκετά μεγάλο κόστος συγκομιδής (περίπου 1,8-2,1 ευρώ ανά κιλό ελαιόλαδου). Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι το έντονο ανάγλυφο του εδάφους και η αλληλοδιαδοχή δασικών εκτάσεων και ελαιώνων. Αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα για τη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος με τη χρήση καινοτομικών εργαλείων.
Η αγροτική παραγωγή βασίζεται σε παραδοσιακές μεθόδους, προκειμένου να διατηρηθούν και να μεταβιβαστούν στις νεότερες γενιές σημαντικά στοιχεία της τοπικής ταυτότητας. Δεδομένου ότι σε παγκόσμια κλίμακα αυξάνεται ταχύτατα το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, ο Μεσσηνιακός ελαιώνας αποκτά ανεκτίμητη αξία, καθώς είναι φιλικός προς το περιβάλλον. Αναδύθηκε σχεδόν ήπια, χωρίς βίαιες επεμβάσεις στο έδαφος (καθαρίσματα, ισοπέδωση κ.λπ.). Ένας μεγάλος αριθμός αιωνόβιων ελαιόδεντρων είναι μάρτυρας της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Το ισχυρότερο πλεονέκτημα του ελαιώνα της περιοχής είναι η περιβαλλοντική του διάσταση. Οι ελαιώνες ξεκινούν από τα βουνά, φτάνουν στη θάλασσα και στην πορεία εναλλάσσονται με δασικές εκτάσεις σε ένα έντονο τοπίο με ρυάκια που κυλούν προς τις ακτές, συνθέτοντας το αγρο-περιβάλλον. Το λεγόμενο «ελαιοδάσος» θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της περιοχής. Οι δασικές εκτάσεις που εντάσσονται στους ελαιώνες, ή το αντίστροφο, παρέχουν καταφύγιο σε πολλά άγρια ζώα, πτηνά και φυτά, συμβάλλοντας στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, η οποία είναι επίσης σημάδι ενός υγιούς οικοσυστήματος.
Μια επιπλέον περιβαλλοντική διάσταση που ήρθε στο φως πρόσφατα, είναι η συμβολή του ελαιώνα στη μείωση του φαινομένου του θερμοκηπίου, αφού το αποτύπωμα άνθρακα του ελαιώνα είναι αρνητικό. Δηλαδή, το διοξείδιο του άνθρακα αποθηκεύεται και δεν απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα.
Πολύ πριν η έννοια της «οικολογίας» γίνει ευρέως γνωστή, ο φιλόσοφος Rudolf Steiner σκέφτηκε να θεωρήσει το αγρόκτημα ως ζωντανό οργανισμό προσαρμοσμένο στις τοπικές συνθήκες. Η εφαρμογή φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών δεν είναι απλώς ένας τρόπος παραγωγής τροφίμων, αλλά μια φιλοσοφία που στοχεύει στην εξυγίανση του εδάφους, της γης και του ανθρώπου.